- ομοφιλία
- ὁμοφιλία, ἡ (Μ)το να είναι η φιλία αμοιβαία, ταυτότητα φιλίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -φιλία (< -φιλος < φίλος), πρβλ. πολυ-φιλία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek